- χονδροκοπεῖον
- χονδροκοπεῖονmill for making groatsneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χονδροκοπείον — ή χονδροκόπιον, τὸ, Α ο μύλος στον οποίο άλεθαν τους χόνδρους, το μπληγούρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόνδρος «χοντροαλεσμένο σιτάρι» + κοπεῖον / κόπιον (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ἀργυρο κοπεῖον / κόπιον] … Dictionary of Greek
χονδροκοπεῖα — χονδροκοπεῖον mill for making groats neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χονδρίον — τὸ, Α [χόνδρος] 1. υποκορ. τού χόνδρος 2. χονδροκοπεῑον* … Dictionary of Greek
χονδρείον — τὸ, Α [χόνδρος] χονδροκοπεῑον* … Dictionary of Greek
χονδροκόπιον — τὸ, Α βλ. χονδροκοπεῑον … Dictionary of Greek